-
1 ὑπέρ-μαργος
ὑπέρ-μαργος, überaus närrisch, D. Hal.
-
2 ὑπέρμαργος
См. также в других словарях:
υπέρμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπερμαργότερος (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπερμαινόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μάργος «μανιακός, παράφρονας, ορμητικός»] … Dictionary of Greek