-
1 ὑπέρ-κοτος
ὑπέρ-κοτος, überaus zornig, erzürnt; Aesch. Ag. 796; adv., 455, wie Eur. Herc. fur. 1087.
-
2 ὑπέρκοτος
ὑπέρ-κοτος, überaus zornig, erzürnt
См. также в других словарях:
υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] … Dictionary of Greek