-
1 υπέρχολος
-
2 ὑπέρχολος
-
3 ὑπέρχολος
ὑπέρχολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρχολος
-
4 ὑπέρχολος
ὑπέρ-χολος, übermäßig gallig, zornig -
5 υπέρχολον
ὑπέρχολοςexceedingly bilious: masc /fem acc sgὑπέρχολοςexceedingly bilious: neut nom /voc /acc sg -
6 ὑπέρχολον
ὑπέρχολοςexceedingly bilious: masc /fem acc sgὑπέρχολοςexceedingly bilious: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ὑπέρχολος — exceedingly bilious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχολος — ον, Α 1. πολύ πικρόχολος ή πολύ ευέξαπτος 2. αυτός που παρουσιάζει υπέρμετρη αύξηση χολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά χολος, ὑπό χολος)] … Dictionary of Greek
ὑπέρχολον — ὑπέρχολος exceedingly bilious masc/fem acc sg ὑπέρχολος exceedingly bilious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek