-
1 υπέρτερος
-
2 ὑπέρτερος
-
3 ὑπέρτερος
ὑπέρτερος, ὑπέρτατος, ὑπερώτατος (ὑπέρτερον, -οι; -ον acc.: ὑπέρτατος, -ον, -ε, -ους; -ᾳ, -αν, -αις, -ας; -ον nom., voc.: ὑπερώτατα nom.)a comp., superiorεἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει ἕτερόν τιν' γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2
b superl., sovereign, preeminentI of things, πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (byz.: ὕπατον ἐχοίσας παῖς θρόνον codd.) O. 2.77λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
ἀνορέαις ὑπερτάταις N. 3.20
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.43
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
ἀκτὶς ἀελίου ἄστρον ὑπέρτατον Pae. 9.2
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.II of pers.ἐλατὴρ ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1
ὑπερτάτους ἥρωας P. 8.27
Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο (contra Σ, ἀντὶ τοῦ πρεσβύτερος) N. 6.21III ὑ]περτάτᾳ ι[ Πα. 8A. a. 4. ὑπερτατ[ Πα. 12. a. 10.ὑπερτάταν[ Pae. 15.10
-
4 ὑπέρτερος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπέρτερος
-
5 ὑπέρτερος
I mostly of Place, over or above, upper, κρέ' ὑπέρτερα flesh from the outer parts of a victim, outside pieces (opp. the σπλάγχνα or inwards), Od.3.65, 470, cf. Arat.576 (cf. Sch.): generally, higher,τὰ δ' ὑ. νέρτερα θήσει Ζεύς Ar.Lys. 772
(hex.).2 metaph., nobler, more excellent, εὖχος, κῦδος, Il.11.290, 12.437;γενεῇ ὑ. 11.786
(where Eust. takes it as an [dialect] Ion. form for νεώτερος, 884.33, cf. Archil.28, and v. ὑπέρτατος 11).3 c. gen., victorious or triumphant over,δαΐων Pi.N.4.38
; ἀντιπάλων Wilcken Chr.109.4 (iii B.C.), OGI90.2 (Rosetta, ii B.C.);ἡμῶν γε.. Νέμεσίς ἐσθ' ὑ. A.Fr. 266
, cf. E.Med. 921;εἰ τἄδικ' ἔσται τῆς δίκης ὑ. Id.El. 584
; πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I will prefer above.., Pi.I.1.2, cf. P.2.60; εἴ τι τῶνδ' ἔχοις ὑ. better than.., A.Ch. 105;τὰ πάντα, χὤτι τῶνδ' ὑ. Id.Fr.70
; οὐδὲν οἶδ' ὑ. nothing further, S.Ant.16.II of Time, longer,ζωὴν ζήσω δορκάδος ὑπερτέραν Aesop.16b
.III neut. as Adv., μάντεων ὑ. better than.., S.Ant. 631, cf. A.Th. 530:— also -έρως, Apollon.Lex.;- έρω Them.Or.11.152c
; cf. ἀνωτέρω.—A second [comp] Comp. form ὑπερτερώτερος is cited from A. (v. Nauckad Fr. 434), whence it is conjectured by Weil for ὑπερβατώτερα in Ag. 428 (lyr.): cf. ὑπέρτατος fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρτερος
-
6 ὑπέρτατος
ὑπέρτερος, ὑπέρτατος, ὑπερώτατος (ὑπέρτερον, -οι; -ον acc.: ὑπέρτατος, -ον, -ε, -ους; -ᾳ, -αν, -αις, -ας; -ον nom., voc.: ὑπερώτατα nom.)a comp., superiorεἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει ἕτερόν τιν' γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2
b superl., sovereign, preeminentI of things, πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (byz.: ὕπατον ἐχοίσας παῖς θρόνον codd.) O. 2.77λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
ἀνορέαις ὑπερτάταις N. 3.20
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.43
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
ἀκτὶς ἀελίου ἄστρον ὑπέρτατον Pae. 9.2
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.II of pers.ἐλατὴρ ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1
ὑπερτάτους ἥρωας P. 8.27
Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο (contra Σ, ἀντὶ τοῦ πρεσβύτερος) N. 6.21III ὑ]περτάτᾳ ι[ Πα. 8A. a. 4. ὑπερτατ[ Πα. 12. a. 10.ὑπερτάταν[ Pae. 15.10
-
7 ὑπερώτατος
ὑπέρτερος, ὑπέρτατος, ὑπερώτατος (ὑπέρτερον, -οι; -ον acc.: ὑπέρτατος, -ον, -ε, -ους; -ᾳ, -αν, -αις, -ας; -ον nom., voc.: ὑπερώτατα nom.)a comp., superiorεἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει ἕτερόν τιν' γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2
b superl., sovereign, preeminentI of things, πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (byz.: ὕπατον ἐχοίσας παῖς θρόνον codd.) O. 2.77λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
ἀνορέαις ὑπερτάταις N. 3.20
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.43
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
ἀκτὶς ἀελίου ἄστρον ὑπέρτατον Pae. 9.2
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.II of pers.ἐλατὴρ ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1
ὑπερτάτους ἥρωας P. 8.27
Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο (contra Σ, ἀντὶ τοῦ πρεσβύτερος) N. 6.21III ὑ]περτάτᾳ ι[ Πα. 8A. a. 4. ὑπερτατ[ Πα. 12. a. 10.ὑπερτάταν[ Pae. 15.10
-
8 υπερτέρα
ὑπερτέρᾱ, ὑπέρupaári: fem nom /voc /acc dualὑπερτέρᾱ, ὑπέρupaári: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὑπερτέρᾱ, ὑπέρτεροςover: fem nom /voc /acc dualὑπερτέρᾱ, ὑπέρτεροςover: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑπερτέρᾱͅ, ὑπέρupaári: fem dat sg (attic doric aeolic)ὑπερτέρᾱͅ, ὑπέρτεροςover: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 υπερτέρω
ὑπέρupaári: masc /neut nom /voc /acc dualὑπέρupaári: masc /neut gen sg (doric aeolic)ὑπέρτεροςover: masc /neut nom /voc /acc dualὑπέρτεροςover: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ὑπέρupaári: masc /neut dat sgὑπέρτεροςover: masc /neut dat sg -
10 υπερτέρας
ὑπερτέρᾱς, ὑπέρupaári: fem acc plὑπερτέρᾱς, ὑπέρupaári: fem gen sg (attic doric aeolic)ὑπερτέρᾱς, ὑπέρτεροςover: fem acc plὑπερτέρᾱς, ὑπέρτεροςover: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ὑπερτέρας
ὑπερτέρᾱς, ὑπέρupaári: fem acc plὑπερτέρᾱς, ὑπέρupaári: fem gen sg (attic doric aeolic)ὑπερτέρᾱς, ὑπέρτεροςover: fem acc plὑπερτέρᾱς, ὑπέρτεροςover: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 υπερτέρων
ὑπέρupaári: fem gen plὑπέρupaári: masc /neut gen plὑπέρτεροςover: fem gen plὑπέρτεροςover: masc /neut gen pl -
13 ὑπερτέρων
ὑπέρupaári: fem gen plὑπέρupaári: masc /neut gen plὑπέρτεροςover: fem gen plὑπέρτεροςover: masc /neut gen pl -
14 υπερτέρως
ὑπέρupaári: adverbialὑπέρupaári: masc acc pl (doric)ὑπέρτεροςover: adverbialὑπέρτεροςover: masc acc pl (doric) -
15 ὑπερτέρως
ὑπέρupaári: adverbialὑπέρupaári: masc acc pl (doric)ὑπέρτεροςover: adverbialὑπέρτεροςover: masc acc pl (doric) -
16 υπέρτερον
ὑπέρupaári: masc acc sgὑπέρupaári: neut nom /voc /acc sgὑπέρτεροςover: masc acc sgὑπέρτεροςover: neut nom /voc /acc sg -
17 ὑπέρτερον
ὑπέρupaári: masc acc sgὑπέρupaári: neut nom /voc /acc sgὑπέρτεροςover: masc acc sgὑπέρτεροςover: neut nom /voc /acc sg -
18 υπερτέραις
-
19 ὑπερτέραις
-
20 υπερτέραν
ὑπερτέρᾱν, ὑπέρupaári: fem acc sg (attic doric aeolic)ὑπερτέρᾱν, ὑπέρτεροςover: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… … Dictionary of Greek
ὑπέρτερος — ὑπέρ upaári masc nom sg ὑπέρτερος over masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρτερος — η, ο (συγκρ. δίχως θετ., από την πρόθ. υπέρ), αυτός που υπερέχει, ανώτερος, εξοχότερος (κυριολ. και μτφ.): Τα ελληνικά ελαιόλαδα είναι υπέρτερα από τα ισπανικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… … Dictionary of Greek
πανυπέρτερος — ον, Α ο υπέρτερος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτερος] … Dictionary of Greek
υπερτερώ — ὑπερτερῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπέρτερος] είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω αρχ. αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά … Dictionary of Greek
ὑπερτέρα — ὑπερτέρᾱ , ὑπέρ upaári fem nom/voc/acc dual ὑπερτέρᾱ , ὑπέρ upaári fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑπερτέρᾱ , ὑπέρτερος over fem nom/voc/acc dual ὑπερτέρᾱ , ὑπέρτερος over fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέρας — ὑπερτέρᾱς , ὑπέρ upaári fem acc pl ὑπερτέρᾱς , ὑπέρ upaári fem gen sg (attic doric aeolic) ὑπερτέρᾱς , ὑπέρτερος over fem acc pl ὑπερτέρᾱς , ὑπέρτερος over fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέρω — ὑπέρ upaári masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρ upaári masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπέρτερος over masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρτερος over masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέρων — ὑπέρ upaári fem gen pl ὑπέρ upaári masc/neut gen pl ὑπέρτερος over fem gen pl ὑπέρτερος over masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέρως — ὑπέρ upaári adverbial ὑπέρ upaári masc acc pl (doric) ὑπέρτερος over adverbial ὑπέρτερος over masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)