Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπέρταξις

См. также в других словарях:

  • ὑπερτάξει — ὑπέρταξις superior order fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερτάξεϊ , ὑπέρταξις superior order fem dat sg (epic) ὑπέρταξις superior order fem dat sg (attic ionic) ὑπερτά̱ξει , ὑπερτήκω melt exceedingly fut ind mid 2nd sg (doric) ὑπερτά̱ξει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρταξη — η / ὑπέρταξις, άξεως, ΝΑ νεοελλ. βιολ. ταξινομική μονάδα που είναι αμέσως υποδεέστερη τής υφομοταξίας και η οποία περιλαμβάνει έναν αριθμό συγγενικών μεταξύ τους τάξεων αρχ. η ανώτερη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τάξις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»