-
1 ὑπέρκαιρος
ὑπέρκαιρος, ον,A beyond the time, at wrong times, Ath.14.613c, citing X.Ages.5.1; but codd. of X. give ὑπὲρ καιρόν.2ὑ. πρὸς τὸν τόπον
otiose, superfluous,Phld.
Rh.1p.119S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρκαιρος
-
2 υπέρκαιρον
ὑπέρκαιροςbeyond the time: masc /fem acc sgὑπέρκαιροςbeyond the time: neut nom /voc /acc sg -
3 ὑπέρκαιρον
ὑπέρκαιροςbeyond the time: masc /fem acc sgὑπέρκαιροςbeyond the time: neut nom /voc /acc sg -
4 υπερκαίρων
-
5 ὑπερκαίρων
См. также в других словарях:
υπέρκαιρος — ον, Α 1. παράκαιρος 2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)] … Dictionary of Greek
ὑπέρκαιρον — ὑπέρκαιρος beyond the time masc/fem acc sg ὑπέρκαιρος beyond the time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαίρων — ὑπέρκαιρος beyond the time masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek