-
1 υπέργηρος
-
2 ὑπέργηρος
-
3 υπεργήρως
-
4 ὑπεργήρως
-
5 υπέργηρον
ὑπέργηροςexceedingly old: masc /fem acc sgὑπέργηροςexceedingly old: neut nom /voc /acc sg -
6 ὑπέργηρον
ὑπέργηροςexceedingly old: masc /fem acc sgὑπέργηροςexceedingly old: neut nom /voc /acc sg -
7 υπεργήρων
ὑπέργηροςexceedingly old: masc /fem /neut gen plὑ̱περγήρων, ὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 3rd plὑ̱περγήρων, ὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 1st sgὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
8 ὑπεργήρων
ὑπέργηροςexceedingly old: masc /fem /neut gen plὑ̱περγήρων, ὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 3rd plὑ̱περγήρων, ὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 1st sgὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ὑπεργηράωgrow exceedingly old: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
9 υπέργηροι
-
10 ὑπέργηροι
-
11 ὑπεργήρως
ὑπεργήρ-ως, ων,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεργήρως
См. также в других словарях:
ὑπέργηρος — exceedingly old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέργηρος — η, ο / ὑπέργηρως, ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων τα βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ γήρως / ἄ γηρος, προ γήρως] … Dictionary of Greek
υπέργηρος — η, ο ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεργήρως — ὑπέργηρος exceedingly old adverbial ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέργηρον — ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem acc sg ὑπέργηρος exceedingly old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεργήρων — ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem/neut gen pl ὑ̱περγήρων , ὑπεργηράω grow exceedingly old imperf ind act 3rd pl ὑ̱περγήρων , ὑπεργηράω grow exceedingly old imperf ind act 1st sg ὑπεργηράω grow exceedingly old imperf ind act 3rd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέργηροι — ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατογέρων — ἐσχατογέρων, ὁ (Α) ο εσχατόγηρως, ο υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γέρων] … Dictionary of Greek
εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] … Dictionary of Greek
πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… … Dictionary of Greek