Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑπ'+ἀνθρώπων

  • 1 лифт

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лифт

  • 2 безлюдье

    безлюд||ье
    с ἡ ἐρήμωση [-ις] (отсутствие людей) / ἡ ἔλλειψη [-ις] κατάλληλων ἀνθρώπων (недостаток в нужных людях):
    на \безлюдьеье στήν ἀναβροχιά.

    Русско-новогреческий словарь > безлюдье

  • 3 большой

    больш||ой
    прил
    1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):
    \большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);
    2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):
    \большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;
    3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων
    4. (взрослый) μεγάλος:
    он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > большой

  • 4 многотысячный

    многотысячный
    прил ἀπό πολλές χιλιάδες:
    \многотысячныйая толпа οἱ χιλιάδες ἀνθρώπων.

    Русско-новогреческий словарь > многотысячный

  • 5 резерв

    резерв
    м в разн. знач. ἡ ἐφεδρεία:
    продовольственные \резервы οἱ ἐφεδρείες τροφίμων \резервы производства οἱ ἐφεδρείες Τής παραγωγής· людские \резервы οἱ ἐφεδρείες ἀνθρώπων трудовые \резервы οἱ μαθητές των ἐπαγγελματικών σχολών, οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες· быть в \резерве εἶμαι σέ ἐφεδρεία, διατελώ ἐν ἐφεδρία· отвести полк в \резерв ἀποσύρω τό σύνταγμα στήν ἐφεδρεία· иметь в \резерве ἔχω σέ ἐφεδρεία

    Русско-новогреческий словарь > резерв

  • 6 circle

    ['sə:kl] 1. noun
    1) (a figure (O) bounded by one line, every point on which is equally distant from the centre.) κύκλος
    2) (something in the form of a circle: She was surrounded by a circle of admirers.) κύκλος
    3) (a group of people: a circle of close friends; wealthy circles.) κύκλος (ανθρώπων)
    4) (a balcony in a theatre etc: We sat in the circle at the opera.) εξώστης
    2. verb
    1) (to move in a circle round something: The chickens circled round the farmer who was bringing their food.) σχηματίζω κύκλο γύρω από
    2) (to draw a circle round: Please circle the word you think is wrong.) βάζω σε κύκλο

    English-Greek dictionary > circle

  • 7 world

    [wə:ld]
    1) (the planet Earth: every country of the world.) κόσμος
    2) (the people who live on the planet Earth: The whole world is waiting for a cure for cancer.) κόσμος
    3) (any planet etc: people from other worlds.) κόσμος, πλανήτης
    4) (a state of existence: Many people believe that after death the soul enters the next world; Do concentrate! You seem to be living in another world.) κόσμος
    5) (an area of life or activity: the insect world; the world of the international businessman.) κόσμος, πληθυσμός, είδος
    6) (a great deal: The holiday did him a/the world of good.) κόσμος, νοοτροπία ανθρώπων
    7) (the lives and ways of ordinary people: He's been a monk for so long that he knows nothing of the (outside) world.) (-πολύ καλό)
    - worldliness
    - worldwide
    - World Wide Web
    - the best of both worlds
    - for all the world
    - out of this world
    - what in the world? - what in the world

    English-Greek dictionary > world

  • 8 ватага

    θ.
    1. πλήθος ανθρώπων, τσούρμο.
    2. συνεργατική (κυρίως αλιευτική).

    Большой русско-греческий словарь > ватага

  • 9 гурьба

    θ.
    πλήθος ανθρώπων όχλος.

    Большой русско-греческий словарь > гурьба

  • 10 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 11 извоз

    α. (προεπαν.) αγώγι (για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου με άλογα)•

    он занимается -ом αυτός κάνει τον αγωγιάτη•

    держать г διατηρώ άλογα για αγώγι.

    Большой русско-греческий словарь > извоз

  • 12 клетчатка

    θ.
    1. κυτταρίνη.
    2. παλ. ο κυτταρικός ιστός (ανθρώπων και ζώων).

    Большой русско-греческий словарь > клетчатка

  • 13 количество

    ουδ.
    ποσότητα, ποσό• αριθμός• πλήθος•

    количество воды ποσότητα νερού•

    деньги в большом -е μεγάλο ποσό χρημάτων•

    большое количество служащих μεγάλος αριθμός υπαλλήλων•

    большое количество людей πλήθος ανθρώπων (λαού)•

    количество переходит в качество (φιλοσ.) η ποσότητα περνά στην ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > количество

  • 14 контингент

    α.
    1. σύνολο (ανθρώπων)•

    учащихся το σύνολο των μαθητών.

    2. καθορισμένο ποσό, το κανονικό, η νόρμα•

    контингент строительных материалов το καθορισμένο (προβλεπόμενο) ποσό δομικών υλικών.

    Большой русско-греческий словарь > контингент

  • 15 корм

    -а (-у), προθτ. о корме, на корме κ. на корму, πλθ. корми
    -ов α.
    1. ζωοτροφή, φορβή, νομή, τροφή•

    задавить -у лошадям βάζω τροφή στ άλογα•

    давить курам корм ταΐζω τις κότες.

    || (απλ.) τροφή ανθρώπων.
    2. βλ. кормление.

    Большой русско-греческий словарь > корм

  • 16 кучка

    θ.
    1. σωρούλης.
    2. μικρό πλήθος ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > кучка

  • 17 легион

    α.
    1. λεγεώνα.
    2. μτφ. πλήθος ανθρώπων.
    εκφρ.
    иностранный легион – η λεγεώνα των ξένων•
    орден почётного -а – το παράσημο της λεγεώνας.

    Большой русско-греческий словарь > легион

  • 18 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 19 малолюдность

    θ.
    ύπαρξη λίγων ανθρώπων, ολιγανθρωπία.

    Большой русско-греческий словарь > малолюдность

  • 20 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

См. также в других словарях:

  • ἀνθρώπων — ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀνθρώπων — ἀνθρώπων , ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνθρώπων — ἀνθρώπων , ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»