Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑπ'+ἀνθρώπων

  • 21 мирок

    -рка α. μικρός κύκλος ανθρώπων. || μτφ. περιορισμένος κύκλος (γνώσεων, παραστάσεων κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > мирок

  • 22 мирской

    επ.
    1. παλ. ανθρώπινος, των ανθρώπων.
    2. παλ.
    επίγειος.
    ουσ. ουδ. -ое το επίγειο. || κοσμικός (αντών. του επ. μοναχικός),
    ουσ. κοσμικός (αντών. του ουσ. μοναχός).
    3. της κοινότητας, κοινοτικός.

    Большой русско-греческий словарь > мирской

  • 23 муравейник

    α.
    μυρμηγκοφωλιά, μυρμηγκιά. || μτφ. πλήθος ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > муравейник

  • 24 мы

    (нас, нам, нас, нами, о нас) προσωπική αντωνυμία.
    1. πλθ. (ενκ. я) εμείς•

    мы победим εμείς θα νικήσομε.

    || σημαίνει, ομάδα ανθρώπων συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος•

    нас было трое εμείς ήμασταν τρεις•

    мы с тобой εμείς οι δυο, εγώ και σΰ.

    2. χρησιμοποιείτε αντί του «Я» (ενκ.)• как мы уже говорили выше όπως ήδη εμείς είπαμε παραπάνω (αντί: εγώ είπα)•

    мы себя покажем θα δείζομε ποιοι είμαστε (αντί: θα δείξω).

    || εξ ονόματος του μονάρχη: εμείς (αντί του εγώ). || χρησιμοποιείται αντί: «ты», «вы»; как мы себя чувствуем? πως αισθανόμαστε; (αντί: πως αισθάνεστε;).

    Большой русско-греческий словарь > мы

  • 25 Ноев

    -а, -о
    επ. Ноев ковчег α) Κιβωτός του Ήώε. β) μτφ. πλήθος ανθρώπων ή ζώων.

    Большой русско-греческий словарь > Ноев

  • 26 отхлынуть

    ρ.σ. (για νερό, κύματα κ.τ.τ.)• ξεχύνομαι, εκρέω προς τα πίσω. || μτφ. (για πλήθος ανθρώπων)• γυρίζω πίσω, υποχωρώ, αποσύρομαι γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > отхлынуть

  • 27 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 28 приобрести

    ρ.σ.μ. αποκτώ, κτώμαι κερδίζω•

    приобрести состояние αποκτώ περιουσία•

    приобрести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    приобрести опыт αποκτώ πείρα•

    приобрести доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    уважение, дружбу честных людей κερδίζω την εκτίμηση, τη φιλία των τίμιων ανθρώπων•

    знания αποκτώ γνώσεις•

    приобрести плохую репутацию παίρνω κακή φήμη (όνομα)•

    приобрести вновь επανακτώ.

    Большой русско-греческий словарь > приобрести

  • 29 пустынность

    θ.
    ερημιά (ανυπαρξία ανθρώπων).

    Большой русско-греческий словарь > пустынность

  • 30 рогатка

    θ.
    1. φράγμα, φραγμός. || κυρίως πλθ. -и εμπόδια, προσκόμματα.
    2. είδος μεγάλης λαιμαριάς. || παλ. είδος λαιμαριάς με εσωτερικές αιχμές (για τιμωρία ανθρώπων).
    3. φούρκα, λάστιχο (παιδικό θηρευτικό όργανο).

    Большой русско-греческий словарь > рогатка

  • 31 скопище

    ουδ.
    συγκέντρωση ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > скопище

  • 32 сознание

    ουδ.
    1. συνείδηση• συναίσθηση•

    быть без -я είμαι αναίσθητος•

    сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•

    классовое сознание ταξική συνείδηση•

    рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.

    2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•

    сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•

    первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•

    бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•

    общественное сознание κοινωνική συνείδηση•

    пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.

    3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.
    4. οι αισθήσεις•

    потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•

    к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.

    εκφρ.
    до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•
    жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сознание

  • 33 стадо

    -а, πλθ. стада, стад, -ам ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κοπάδι, αγέλη, ποίμνιο•

    коров κοπάδι αγελάδων•

    стадо коз κοπάδι γιδιών•

    людское стадо πλήθος ανθρώπων (όχλος).

    εκφρ.
    отбиться от своего -а – ξεκόβω από την παρέα μου.

    Большой русско-греческий словарь > стадо

  • 34 теплушка

    θ.
    φορτηγό βαγόνι με θέρμανση (προσαρμοσμένο για μεταφορά ανθρώπων). || χώρος ζεστός,με θέρμανση.

    Большой русско-греческий словарь > теплушка

  • 35 хлынуть

    ρ.σ.
    1. χύνομαι, εκρέω ορμητικά. || μτφ. εμφανίζομαι, απότομα (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).
    2. (για πλήθος ανθρώπων)• ξεχύνομαι, ορμώ σαν χείμαρος. || μτφ. πλημμυρίζω, κατακλύζω.

    Большой русско-греческий словарь > хлынуть

  • 36 цветной

    επ.
    1. έγχρωμος• χρωματιστός•

    -ые камни έγχρωμα πετράδια•

    -ые металлы έγχρωμα μέταλλα•

    цветной фильм έγχρωμο φιλμ•

    -ое телевидение έγχρωμη τηλεόραση.

    2. (για φυλές ανθρώπων) ο μη λευκός•

    -ые народы οι μη λευκοί λαοί.

    εκφρ.
    - ая металлургия – έγχρωμη μεταλλουργία.

    Большой русско-греческий словарь > цветной

  • 37 экспедиция

    θ.
    1. αποστολή•

    экспедиция грузов αποστολή φορτίων•

    экспедиция посылок αποστολή δεμάτων.

    2. αποστολή ομάδας ανθρώπων (για κάποιο σκοπό)•

    полярная экспедиция αποστολή στον πόλο•

    научная экспедиция επιστημονική αποστολή•

    карательная экспедиция εκκαθαριστική αποστολή (επιχείρηση).

    3. ίδρυμα ή τμήμα αυτού• γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > экспедиция

  • 38 юрта

    -ы σκηνή των νομαδικών ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > юрта

  • 39 Command

    v. trans.
    Bid: P. and V. κελεύειν (τινά τι), ἐπιτάσσειν (τινί τι), προστάσσειν (τινί τι), ἐπιστέλλειν (τινί τι), ἐπισκήπτειν (τινί τι), Ar. and V. ἐφεσθαι (τινί τι).
    Command in addition: V. ἐπεντέλλειν (τινί τι.
    Command beforehand: V. προὐξεφεσθαι (absol.).
    With infin.: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιστέλλειν (acc. or dat.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), τάσσειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφεσθαι (dat.), V. νώγειν (acc.), αὐδᾶν (acc. or dat.), ἐννέπειν (acc. or dat.), λέγειν (dat.), φωνεῖν (acc.), μυθεῖσθαι (absol.), ἐξεφεσθαι (absol.).
    Join in commanding: P. and V. συγκελεύειν (absol.).
    Be at head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.).
    Rule over: P. and V. ἄρχειν (gen.), κρατεῖν (gen.); see Rule.
    Be in command of: P. and V. ἡγεῖσθαι (gen., V. also dat.), ἄρχειν (gen., V. also dat.), P. ἡγεμονεύειν (gen.).
    As general: P. and V. στρατηγεῖν (gen., V. also dat.), V. στρατηλατεῖν (gen. or dat.).
    Command (a view, etc.): P. and V. παρέχειν, ἔχειν.
    A position that was precipitous and directly commanded the city: P. χωρίον ἀπόκρημνον καὶ ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς κείμενον (Thuc. 6, 96).
    So that, though only a few men were thrown into it ( the fort), they could command the entrance: ὥστε καθεζομένων ἐς αὐτὸ ἀνθρώπων ὀλίγων ἄρχειν τοῦ εἴσπλου (Thuc. 8, 90).
    Command the sea, v.: P. θαλασσοκρατεῖν (Thuc. 7, 48).
    ——————
    subs.
    P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. also but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    Word of command: P. and V. κέλευσμα, τό, P. σημεῖον, τό, παράγγελμα, τό.
    Pass word of command: P. and V. παραγγέλλειν.
    Leadership: P. ἡγεμονία, ἡ.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    Post of general: P. and V. στρατηγία, ἡ.
    Be in command, v.; P. and V. στρατηγεῖν, V. στρατηλατεῖν.
    The command of the sea, subs.: P. τὸ τῆς θαλάσσης κράτος (Thuc. 1, 143).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Command

  • 40 Gang

    subs.
    P. and V. ὄχλος, ὁ, σύστασις, ἡ.
    There are gangs of rascally men herding in the Piraeus: P. ἔστιν ἐργαστήρια μοχθήρων ἀνθρώπων συνεστηκότων ἐν τῷ Πειραεῖ (Dem. 885).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gang

См. также в других словарях:

  • ἀνθρώπων — ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀνθρώπων — ἀνθρώπων , ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνθρώπων — ἀνθρώπων , ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»