-
1 φιλο-μουσία
φιλο-μουσία, ἡ, Musenliebe, Liebe zu den schönen, den Musenkünsten, Luc. D. Mer. 8, 2.
-
2 κακο-μουσία
κακο-μουσία, ἡ, schlechte, verderbte Musik, Plut. Symp. 9, 15, 2.
-
3 εὐ-μουσία
-
4 ἀ-μουσία
-
5 ὑο-μουσία
ὑο-μουσία, ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.
-
6 ευμουσια
ἥπραγμάτων εὐμουσίαν ἀσκεῖν Plat. — повышать художественное (т.е. философское) познание вещей
2) искусность в пении, музыкальность Diog.L. -
7 κακομουσια
-
8 υομουσια
-
9 φιλομουσια
-
10 κακομουσία
κᾰκο-μουσία, ἡ,A corruption of music, Plu.2.748c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακομουσία
-
11 ἀμουσία
ἀ-μουσία, Mangel an seiner Bildung, Geschmacklosigkeit, Unwissenheit -
12 εὐμουσία
-
13 κακομουσία
κακο-μουσία, ἡ, schlechte, verderbte Musik -
14 ὑομουσία
ὑο-μουσία, ἡ, Saumusik oder Saugesang -
15 φιλομουσία
φιλο-μουσία, ἡ, Musenliebe, Liebe zu den schönen, den Musenkünsten
См. также в других словарях:
υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] … Dictionary of Greek
χρηστομουσία — ἡ, Α τόπος κατάλληλος για την εκμάθηση διαφόρων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. ἀ μουσία] … Dictionary of Greek