Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑννὴς

См. также в других словарях:

  • ύνις — η / ὕνις, εως, ἡ, ΝΑ, και ὕννις και ὕννη και ὕννης, ὁ, ιων. τ. γεν. ιος, Α (λόγιος τ.) το υνί νεοελλ. ανατ. άζυγο οστό τού προσωπικού κρανίου σε σχήμα λεπτού ακανόνιστου τετραπλεύρου που θυμίζει το υνί αρότρου και αποτελεί το άνω οπίσθιο οστέινο… …   Dictionary of Greek

  • ύννη — ἡ, και ὕννης, ὁ, Α βλ. ύνις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»