-
1 Υμένων
-
2 Ὑμένων
-
3 υμένων
ὑ̱μένων, ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὑ̱μένων, ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ὑμήν 1thin skin: masc gen plὑμήν 2thin skin: masc gen pl -
4 ὑμένων
ὑ̱μένων, ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὑ̱μένων, ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὑμενόωcover with a film: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ὑμήν 1thin skin: masc gen plὑμήν 2thin skin: masc gen pl -
5 δια-χειρο-τονέω
δια-χειρο-τονέω, durch Stimmenmehrheit (rermittelst Handaufheben) erwählen, Plat. Legg. VI, 755 d; entscheiden, abstimmen, Dem. 59, 4 u. öfter; διαχειροτονο υμένων τούτων, als darüber abgestimmt wurde, Xen. Hell. 1, 7, 34. Bei D. Cass. u. a. Sp. übh. = erwählen.
-
6 ψιλοω
1) обнажать от волос, брить(τέν κεφαλήν Her.)
χελιδόνες ἐψιλωμέναι Arst. — ласточки, потерявшие оперение2) обнажать, лишатьτῶν ὑμένων ψιλούμενος Arst. — лишенный оболочек;
τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Her. — содранное с костей мясо;φιλωθῆναι ὑπὸ ῥεύματος Xen. — (о корнях) обнажиться вследствие разлива воды;ψ. τινα τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Her. — лишить кого-л. большей части силы3) оставлять без защиты, ослаблять(τινα Thuc., Xen.)
ψιλωθέντα κέρατα Polyb. — обнаженные фланги4) грам. помечать знаком слабого придыхания или употреблять непридыхательные буквы (tenues) -
7 ἐξάπλωσις
2 opening out, of roots, Archig. ap. Orib.8.2.12.II explanation, Erot. Prooem.b Math., expansion,εἰς μονάδας Nicom.Ar.2.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάπλωσις
-
8 διαχειροτονέω
δια-χειρο-τονέω, durch Stimmenmehrheit (vermittelst Handaufheben) erwählen; entscheiden, abstimmen; διαχειροτονο υμένων τούτων, als darüber abgestimmt wurde; übh. = erwählen
См. также в других словарях:
Ὑμένων — Ὑμήν Hymen masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμένων — ὑ̱μένων , ὑμενόω cover with a film imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑ̱μένων , ὑμενόω cover with a film imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑμενόω cover with a film imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑμενόω cover with a film imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
περισπλαγχνίτιδα — η, Ν ιατρ. χρόνια φλεγμονή τών ορωδών υμένων που βρίσκονται γύρω από ένα σπλάγχνο, η οποία αφορά κυρίως στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου ή υπεζωκότα … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος … Dictionary of Greek
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
ψευδομεμβράνη — και ψευδομεμβράνα, η, Ν ιατρ. άνυφος και ανάγγειος μεμβρανοειδής σχηματισμός από ινώδες, από αίμα και από κύτταρα στην επιφάνεια βλεννογόνων και ορογόνων υμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudomembrane (< ψευδ[ο] * + μεμβράνη / α).… … Dictionary of Greek
κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… … Dictionary of Greek
ορθόπτερα — Τάξη εντόμων ποικίλων διαστάσεων, με τυπικά μασητικά στοματικά όργανα, μπροστινές πτέρυγες μεταμορφωμένες σε καλυπτήριο υμένα ή περγαμηνοειδούς σύστασης και ατελούς μεταμόρφωσης. Το κεφάλι είναι μεγάλο, ισχυρό, γενικά υπογναθικό. Τα ο. έχουν… … Dictionary of Greek