-
1 Υμένα
-
2 Ὑμένα
-
3 υμένα
-
4 ὑμένα
-
5 υμένα
zar, ince deri -
6 υμέν'
ὑμένα, ὑμήν 1thin skin: masc acc sgὑμένι, ὑμήν 1thin skin: masc dat sgὑμένε, ὑμήν 1thin skin: masc nom /voc /acc dualὑμένα, ὑμήν 2thin skin: masc acc sgὑμένι, ὑμήν 2thin skin: masc dat sgὑμένε, ὑμήν 2thin skin: masc nom /voc /acc dual -
7 ὑμέν'
ὑμένα, ὑμήν 1thin skin: masc acc sgὑμένι, ὑμήν 1thin skin: masc dat sgὑμένε, ὑμήν 1thin skin: masc nom /voc /acc dualὑμένα, ὑμήν 2thin skin: masc acc sgὑμένι, ὑμήν 2thin skin: masc dat sgὑμένε, ὑμήν 2thin skin: masc nom /voc /acc dual -
8 серозный
επ.εκκρινόμενος από τον βλεννογόνο υμένα. || του βλεννογόνου υμένα.εκφρ.- ая оболочка – βλεννογόνος υμένας. -
9 προ-ηγέομαι
προ-ηγέομαι, dep. med., vorangehen u. den Weg zeigen; Her. 2, 48; τινί, Ar. Plut. 1195; ὁδόν, Xen. An. 6, 3, 10, ἴχνη προηγο ύμενα, die Spur der Vorangehenden, 7, 3, 42; Folgde, wie Pol., der es auch c. gen. vrbdt, τῆς πομπῆς, 12, 13, 11; a. Sp.
-
10 περι-τείνω
περι-τείνω (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταϑείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.
-
11 μηνίς
-
12 Υμέν'
Ὑμένα, ὙμήνHymen: masc acc sgὙμένι, ὙμήνHymen: masc dat sgὙμένε, ὙμήνHymen: masc nom /voc /acc dual -
13 Ὑμέν'
Ὑμένα, ὙμήνHymen: masc acc sgὙμένι, ὙμήνHymen: masc dat sgὙμένε, ὙμήνHymen: masc nom /voc /acc dual -
14 περιρρήγνυμι
A break off all round,τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti. 113d
: freq. of clothes, rend and tear off,τὸν χιτωνίσκον D.19.197
;τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4
: also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—[voice] Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12
:—[voice] Pass., with [tense] aor. 2 - ερράγην, intr. [tense] pf.περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th. 328
(lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish,περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA 551a23
, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in [voice] Act., ἡ σχάδων.. τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—[voice] Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib. 552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib. 578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26.II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31
:—[voice] Pass., , cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19.III break a thing round or on another, wreck,τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2
, cf. Poll.1.114 ;ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61
.IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρρήγνυμι
-
15 συναποπέμπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναποπέμπω
-
16 ἀμενητά
A without remaining, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμενητά
-
17 ἐπιδιαιρέω
Aελῶ PPetr.2p.10
(iii B.C.):— divide, distribute, ἑκάστῳ ἄρτους ἑξήκοντα l.c., cf. Plb.1.73.3; (Milet., v B.C.);πολίτας ταῖς φράτραις D.H.2.55
;τοὺς στρατ ιώτας εἰς τὴν σατ ραπείαν D.S.19.44
; αὐτοῖς.. τοὺς ἱππέας ἐπιδιῄρει divided and sent againstthem,App.Hisp.25:—[voice] Med., of several, distribute among themselves, Hdt.1.150, 5.116.II. make a crossincision in,ὑμένα Gal.12.522
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιαιρέω
-
18 προηγέομαι
προ-ηγέομαι, vorangehen u. den Weg zeigen; ἴχνη προηγο ύμενα, die Spur der Vorangehenden
См. также в других словарях:
Ὑμένα — Ὑμήν Hymen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμένα — ὑμήν 1 thin skin masc acc sg ὑμήν 2 thin skin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμέν' — ὑμένα , ὑμήν 1 thin skin masc acc sg ὑμένι , ὑμήν 1 thin skin masc dat sg ὑμένε , ὑμήν 1 thin skin masc nom/voc/acc dual ὑμένα , ὑμήν 2 thin skin masc acc sg ὑμένι , ὑμήν 2 thin skin masc dat sg ὑμένε , ὑμήν 2 thin skin masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑμέν' — Ὑμένα , Ὑμήν Hymen masc acc sg Ὑμένι , Ὑμήν Hymen masc dat sg Ὑμένε , Ὑμήν Hymen masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
τυμπανοοσταριακός — ή, ό, Ν 1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυμπανικό υμένα τού αφτιού και στα ακουστικά οστάρια ταυτόχρονα 2. φρ. «τυμπανοοσταριακό σύστημα» ανατ. το σύστημα που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα, από τα τρία ακουστικά οστάρια,… … Dictionary of Greek
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… … Dictionary of Greek