-
1 υμενοστρακος
-
2 ὑμενόστρακος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑμενόστρακος
-
3 ὑμενόστρακος
-
4 υμενόστρακα
-
5 ὑμενόστρακα
См. также в других словарях:
υμενόστρακος — ον, Α (για αγγείο) αυτός που είναι λεπτός σαν υμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, ένος + ὄστρακον (πρβλ. ὀξυ όστρακος)] … Dictionary of Greek
ὑμενόστρακα — ὑμενόστρακος of ware thin as a membrane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek