-
1 υμεδαπός
-
2 ὑμεδαπός
-
3 ὑμεδαπός
A your countryman, Hdn.Gr.1.478, Hld.10.11, Hsch., Phot., Suid.; cj. Casaubon in Ath.9.366a. (On the termination, v. ἀλλοδαπός, ποδαπός, ἡμεδαπός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑμεδαπός
-
4 υμεδαπών
ὑ̱μεδαπῶν, ὑμεδαπόςyour countryman: fem gen plὑ̱μεδαπῶν, ὑμεδαπόςyour countryman: masc /neut gen pl -
5 ὑμεδαπῶν
ὑ̱μεδαπῶν, ὑμεδαπόςyour countryman: fem gen plὑ̱μεδαπῶν, ὑμεδαπόςyour countryman: masc /neut gen pl -
6 υμεδαπής
-
7 ὑμεδαπῆς
-
8 υμεδαποίσι
-
9 ὑμεδαποῖσι
-
10 υμεδαπήν
-
11 ὑμεδαπήν
См. также в других словарях:
υμεδαπός — ή, ό / ὑμεδαπός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με εσάς, ο συντοπίτης σας 2. ο δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. ὑμε τού ὑμεῖς κατά το πρότυπο τού ἡμεδαπός (βλ. λ. ημεδαπός)] … Dictionary of Greek
ὑμεδαπός — ὑ̱μεδαπός , ὑμεδαπός your countryman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαπῶν — ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman fem gen pl ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαποῖσι — ὑ̱μεδαποῖσι , ὑμεδαπός your countryman masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαπῆς — ὑ̱μεδαπῆς , ὑμεδαπός your countryman fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαπήν — ὑ̱μεδαπήν , ὑμεδαπός your countryman fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)