Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑμεδᾰπός

См. также в других словарях:

  • υμεδαπός — ή, ό / ὑμεδαπός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με εσάς, ο συντοπίτης σας 2. ο δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. ὑμε τού ὑμεῖς κατά το πρότυπο τού ἡμεδαπός (βλ. λ. ημεδαπός)] …   Dictionary of Greek

  • ὑμεδαπός — ὑ̱μεδαπός , ὑμεδαπός your countryman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαπῶν — ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman fem gen pl ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαποῖσι — ὑ̱μεδαποῖσι , ὑμεδαπός your countryman masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαπῆς — ὑ̱μεδαπῆς , ὑμεδαπός your countryman fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμεδαπήν — ὑ̱μεδαπήν , ὑμεδαπός your countryman fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»