Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑλῐγενής

См. также в других словарях:

  • υλιγενής — ές, Α βλ. υληγενής …   Dictionary of Greek

  • ὑλιγενῆ — ὑ̱λιγενῆ , ὑλιγενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑ̱λιγενῆ , ὑλιγενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑ̱λιγενῆ , ὑλιγενής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλιγενές — ὑ̱λιγενές , ὑλιγενής masc/fem voc sg ὑ̱λιγενές , ὑλιγενής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υληγενής — και ὑλογενής και ὑλιγενής, ές, Α κατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»