-
1 ὑλοφορέω
-
2 ὑλη-φορέω
ὑλη-φορέω, = ὑλοφορέω, Phryn. in B. A. 67 erkl. auch φορτία φέρειν.
См. также в других словарях:
ὑλοφοροῦντες — ὑλοφορέω carry pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)