Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑλουργία

См. также в других словарях:

  • ὑλουργία — ὑλουργίᾱ , ὑλουργία the carpenter s art fem nom/voc/acc dual ὑλουργίᾱ , ὑλουργία the carpenter s art fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλουργία — και ὑληουργία, ἡ, Α [ὑλουργός] η τέχνη τού ξυλουργού …   Dictionary of Greek

  • ὑλουργίας — ὑλουργίᾱς , ὑλουργία the carpenter s art fem acc pl ὑλουργίᾱς , ὑλουργία the carpenter s art fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»