Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑλουργός

См. также в других словарях:

  • υλουργός — και ὑληουργός, όν, Α 1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑλουργός και ὑληουργός ξυλουργός ή υλοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

  • ὑλουργοί — ὑλουργός working wood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλουργούς — ὑλουργός working wood masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλουργῷ — ὑλουργός working wood masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • υληουργός — όν, Α (ποιητ. τ.) βλ. υλουργός …   Dictionary of Greek

  • υλουργία — και ὑληουργία, ἡ, Α [ὑλουργός] η τέχνη τού ξυλουργού …   Dictionary of Greek

  • υλουργώ — έω, Α [ὑλουργός] υλοτομώ …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ὑλουργοῖς — ὑ̱λουργοῖς , ὑλουργέω pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ὑλουργός working wood masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλουργῶν — ὑ̱λουργῶν , ὑλουργέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑλουργός working wood masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»