-
1 ὑλη-ωρός
-
2 ὑληωρός,
ὑλη-ωρός, u. ὑλη-ώρης, ὁ, den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Nymphen -
3 ὑληώρης
ὑλη-ωρός, u. ὑλη-ώρης, ὁ, den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Nymphen
См. также в других словарях:
υλωρός — ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α (παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας τού δάσους, δασοφύλακας αρχ. άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῡσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek