-
1 ὑλάκτω
-
2 υλακτώ
ὑλακτέωbark: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑλακτέωbark: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 ὑλακτῶ
ὑλακτέωbark: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑλακτέωbark: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 υλακτώ
(ε) αμετ.1) лаять; тявкать; 2) ругаться, сквернословить -
5 υλακτώ
havlamak, ulumak -
6 лаять
лаятьнесов γαυγίζω, ἀλυχτώ, ὑλακτω· ◊ собак» лает \лаять ветер носит погов. λόγια χαμένα, λόγια τοῦ ἀέρος. -
7 брехать
брешу, брешешь, ρ.δ.(απλ.)1. γαυγίζω, αλυχτώ, υλακτώ.2. ψευδολογώ, ψεύδομαι, αραδιάζω ψέματα, ψεματίζω• λέγω ανοησίες. -
8 μαψυλάκας
A idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαψυλάκας
-
9 ἠπύω
ἠπύω, [dialect] Dor. and Arc. [full] ἀπύω [pron. full] [ᾱ], IG5(2).6.3 (Tegea, iv B.C.), and Trag. (who use the Verb only in lyr., exc. [tense] aor. 1A ): [[pron. full] ῠ in [tense] pres., exc. in Mosch. (v. infr.); [pron. full] ῡ in [tense] fut. and [tense] aor.]:— call to, c. acc.,ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει Od.10.83
, cf. 9.399;ἀλλά με Πυθὼ.. ἀπύει Pi.P.10.4
; invoke,ἄπυεν Εὐτρίαιναν Id.O.1.72
, cf. P.5.104; : c. dupl. acc., τί με τόδε χρέος ἀπύεις; why callest thou on me for this? Id.Or. 1253: c. dat. pers., ἤπυσα δ' αὐτοῖς μὴ πελάζεσθαι called to them not.., Id.Rh. 776.2 abs., of the wind, roar, ; of the lyre, sound,ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει Od.17.271
; sing,Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς Pi.O.5.19
: c.acc. cogn.,μέλος ἠπύοντες Mosch. 2.124
.3 utter, speak,πατρὸς ὄνομ' ἀπύεις A.Pr. 593
; τί ποτ' ἀπύσω; E.Hec. 154;ἀπύσατ' ἀντίφων' ἐμῶν στεναγμάτων Id.Supp. 800
; πρὸ σοῦ γὰρ ἀπύω (Com. for ὑλακτῶ) Ar.Eq. 1023.4 folld. by an interrog., τίς ἂν ἀπύοι εἰ.. ; would tell whether.. ? S.Aj. 887; ἀπύσει τίς ὅδε.. ; E.Ba. 984 (nisi leg. ἀπύσει· τίς.. ;).II [voice] Med., summon, prosecute, ἀπυέσθω ὁ ἀδικήμενος τὸν ἀδικέντα IGl.c. -
10 ὑλάω
A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in [tense] pres. and [tense] impf., bark, bay, of dogs,κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9
;κύων.. ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15
;θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70
:—[voice] Med.,κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162
.2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra,μάτην ὑλάουσα Tryph.421
.
См. также в других словарях:
υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… … Dictionary of Greek
ὑλακτῶ — ὑλακτέω bark pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑλακτέω bark pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και … Dictionary of Greek
εφυλακτώ — ἐφυλακτῶ, έω (Α) υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑλακτῶ «γαυγίζω»] … Dictionary of Greek
καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… … Dictionary of Greek
υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… … Dictionary of Greek
αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ … Dictionary of Greek
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
εξυλακτώ — ἐξυλακτῶ, έω (Α) [υλακτώ] κραυγάζω, γαβγίζω εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
επανακλαγγάνω — ἐπανακλαγγάνω (Α) (για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
θωύσσω — θωΰσσω (Α) 1. κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω («παίσας κάρα θώϋξεν», Σοφ.) 2. (με αιτ. προσ.) καλώ κάποιον, επικαλούμαι («φθέγμα δι εξαίφνης τινός θώϋξεν αυτόν», Σοφ.) 3. (για σκύλους) υλακτώ, γαβγίζω 4. (για κουνούπια) βομβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek