-
1 υλαγμός
-
2 ὑλαγμός
-
3 ὑλαγμός
ὑλαγμός: barking, howling, Il. 21.575†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑλαγμός
-
4 ὑλαγμός
ὑλαγ-μός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑλαγμός
-
5 υλαγμοίς
-
6 ὑλαγμοῖς
-
7 υλαγμού
-
8 ὑλαγμοῦ
-
9 υλαγμούς
-
10 ὑλαγμούς
-
11 υλαγμώ
-
12 ὑλαγμῷ
-
13 υλαγμόν
-
14 ὑλαγμόν
-
15 ὠρυγή
ὠρῡγή, ἡ,A = ὠρυθμός, Hermesian.7.72 (dub.l.), Erinn. in PSI9.1090.36, Plu.Mar.20, Crass.23, 2.590f; prop. of wolves, Poll.5.86, Anecd.Stud. 104:—[full] ὠρυγμός, ὁ, opp. ὑλαγμός, Ael.NA5.51, Poll. l.c., Longus 2.26 and 30; of a lion, v.l. in Theoc.25.217: and [full] ὤρυγμα, ατος, τό, of the waves, AP6.233 (Maec., pl.). -
16 ῥιγηλός
A making to shudder, terrible, ; ;ὄνειδος AP7.351
(Diosc.);ἀγών Nonn.D.37.149
;ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640
(Antip.).2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv.- λῶς Poll.5.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγηλός
-
17 πυρακτέω
Grammatical information: v.Meaning: `to harden in fire, to burn to coal' (ι 328, Nic. Th. 688).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Tradit. taken as a comp. of πῦρ and ἄγειν with the meaning `turn about, around in the fire' (e.g. Bechtel Lex. s.v.), semant. and morpholog. both unsatisactory, as ἄγειν cannot mean `turn around' and a mediating *πύρακτος `turning around in fire' (Bechtel) would be without example (rather *πυρ-άκ-της, which however could hardly have meant sthing else but `fire-driver'). -- Without doubt expressive enlargement in -( α)κτέω from πυρ-άζω (EM 697, 16; Stolz WienStud. 25, 234 w. n. 1 a. lit.), *-ασσω v.t. like ὑλακτέω from ὑλάω (beside ὑλαγμός a.o.), ἀλυκτέω from ἀλύω, ἀλύσσω; on the last mentioned cases Frisk Eranos 50, 8 ff. Cf. πυρακ-τόομαι after the many intransitives in - όομαι with factitive - όω.Page in Frisk: 2,629Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πυρακτέω
См. также в других словарях:
ὑλαγμός — barking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] … Dictionary of Greek
ὑλαγμοῖς — ὑλαγμός barking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμοῦ — ὑλαγμός barking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμούς — ὑλαγμός barking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμῷ — ὑλαγμός barking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμόν — ὑλαγμός barking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνυλαγμός — κυνυλαγμός, ὁ (Α) γάβγισμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὑλαγμός «γάβγισμα»] … Dictionary of Greek
υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] … Dictionary of Greek
υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] … Dictionary of Greek
υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… … Dictionary of Greek