-
1 ὑδάτινος
A watery, wet, moist,νότοι Thphr.Vent.57
(nisi leg. ὑδατεινός); ὑ. νάρκισσος
that loves the water,IG
14.2508 ([place name] Nemausus); τὸ ὑ. σῶμα the body which is water, Plot.2.7.2:τὸ ὑ.
an eye-lotion,Gal.
17(2).185.II transparent like water, of thin, gauze-like Milesian garments, ;ὑ. βράκη Theoc.28.11
; [στολή] POxy.265.3 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδάτινος
См. также в других словарях:
κασσιτέρινος — η, ο (AM κασσιτέρινος, η, ον, Α και καττιτέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από κασσίτερο, από καλάι, καλάινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ινος (πρβλ. αδαμάντ ινος, υδάτ ινος)] … Dictionary of Greek
χρωμάτινος — ίνη, ον, Μ χρωματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. δερμάτ ινος, ὑδάτ ινος)] … Dictionary of Greek