-
1 ὑδρόμφαλος
ὑδρ-όμφᾰλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρόμφαλος
См. также в других словарях:
χρυσόμφαλος — ον, Α αυτός που έχει χρυσό ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀμφαλός (πρβλ. ὑδρ όμφαλος)] … Dictionary of Greek
υδρόμφαλος — ο / ὑδρόμφαλος, ον, ΝΑ (στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό αρχ. αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ὀμφαλός] … Dictionary of Greek