Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑδρ-όμφᾰλος

См. также в других словарях:

  • χρυσόμφαλος — ον, Α αυτός που έχει χρυσό ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀμφαλός (πρβλ. ὑδρ όμφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • υδρόμφαλος — ο / ὑδρόμφαλος, ον, ΝΑ (στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό αρχ. αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ὀμφαλός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»