-
1 ὑδρεύω
A draw fetch, or carry water, Od. 10.105, Thgn.264:—freq. in [voice] Med., draw water for oneself, [κρήνη] ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Od.7.131
, 17.206, cf. Hdt.7.193, E.Tr. 205 (lyr.);ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Th.4.97
;παρὰ τῶν γειτόνων Pl.Lg. 844b
; [ἀπὸ τελμάτων] ὑ. αἱ μέλιτται Arist. HA 626a11
.II trans., water, irrigate, Thphr.HP2.6.3.
См. также в других словарях:
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek