См. также в других словарях:
υδρομέτριον — τὸ, Α είδος αγγείου που περιείχε νερό και το οποίο ήταν κατάλληλο για υδροστατική καταμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ)ο) * + μέτρον + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
υδροξείδιο — Ένωση ενός μετάλλου με τη ρίζα του υδροξυλίου. Το μόριο των υ. αποτελείται από ένα μέταλλο –ή μια θετική ρίζα αμέταλλου– ενωμένο ανάλογα με το σθένος του, με ένα ή περισσότερα υδροξύλια –OH. Μεταξύ των υ. αναφέρονται τα υ. των μετάλλων των… … Dictionary of Greek
υδροπίσσιον — τὸ, Α υγρή πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πίσσα + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
υδροψύγιον — και ὑδροψυγεῑον και ὑδροψύκτιον, τὸ, Α δεξαμενή παγωμένου νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + θ. ψυγ τού ψύχω + επίθημα ιον* / εῖον*] … Dictionary of Greek
υδρόνιο — το, Ν χημ. το υδροξώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydronium < hydro n (< υδρ(ο) * + ν ) + κατάλ. ium (< λατ. ium < ιον)] … Dictionary of Greek