-
1 υδριών
-
2 ὑδριῶν
-
3 υδρίων
-
4 ὑδρίων
-
5 ὕδριος
A of water, περὶ ὑδρίων ὡροσκοπείων On water-clocks, a lost treatise by Hero, mentioned by Hero Spir.1 Prooem., and by Procl.Hyp.4.73.
См. также в других словарях:
ὑδριῶν — ὑδρία water pot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρίων — ὕδριος of water fem gen pl ὕδριος of water masc/neut gen pl ὑδρίον cistern neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υδρία 3. φρ. «περὶ ὑδρίων ὡροσκοπείων» τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος, που δεν έχει διασωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ιος*] … Dictionary of Greek