-
1 ὑδρό-δρομος
ὑδρό-δρομος, im Wasser laufend, schwimmend, Orph. H. 23, 7.
-
2 ὑδρόδρομος
ὑδρό-δρομος, im Wasser laufend, schwimmend
См. также в других словарях:
υλοδρόμος — ον, Α αυτός που διατρέχει τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδρο δρόμος] … Dictionary of Greek