-
1 ὑδροχαρής
ὑδρο-χᾰρής, ές,A delighting in water, Eust.254.11, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδροχαρής
См. также в других словарях:
εχιδνοχαρής — ἐχιδνοχαρής, ές (Α) αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στις έχιδνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + χαρής (< *χάρος «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, υδρο χαρής] … Dictionary of Greek
υλοχαρής — ές, Μ ὑλομανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. υδρο χαρής] … Dictionary of Greek