Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑδροχαρής

См. также в других словарях:

  • ὑδροχαρής — delighting in water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροχαρής — ές / ὑδροχαρής, ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, η, ο, Ν 1. αυτός που τού αρέσει το νερό 2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χαρής / χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • υδροχαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που αγαπά πάρα πολύ το νερό. 2. (για φυτά), που ευδοκιμεί στο νερό: Υδροχαρή φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροχαρές — ὑδροχαρής delighting in water masc/fem voc sg ὑδροχαρής delighting in water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροχαροῦς — ὑδροχαρής delighting in water masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροχαρῶν — ὑδροχαρής delighting in water masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • νεροκάρδαμο — Φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι ναστούρδιο το φαρμακευτικό. Πολυετής υδροχαρής πόα που φυτρώνει σε πηγές, στις όχθες ποταμών και στα χαντάκια. Έχει βλαστό κοίλο, αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • νερόχαρος — η, ο υδροχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»