-
1 υδροπόρους
-
2 ὑδροπόρους
См. также в других словарях:
ὑδροπόρους — ὑδρόπορος through which water passes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υδροπόρους
2 ὑδροπόρους
ὑδροπόρους — ὑδρόπορος through which water passes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)