-
1 υδροθηρίας
ὑδροθηρίᾱς, ὑδροθηρίαfishing: fem acc plὑδροθηρίᾱς, ὑδροθηρίαfishing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ὑδροθηρίας
ὑδροθηρίᾱς, ὑδροθηρίαfishing: fem acc plὑδροθηρίᾱς, ὑδροθηρίαfishing: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὑδροθηρίας — ὑδροθηρίᾱς , ὑδροθηρία fishing fem acc pl ὑδροθηρίᾱς , ὑδροθηρία fishing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)