-
1 υδρογνώμονας
-
2 ὑδρογνώμονας
См. также в других словарях:
υδρογνώμονας — ο / ὑδρογνώμων, όνος, ΝΜ αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τους τόπους κάτω από τους οποίους υπάρχει νερό, με σκοπό τη διάνοιξη φρέατος, υδροσκόπος νεοελλ. μετρητής κατανάλωσης νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γνώμων (< γνώμων <… … Dictionary of Greek
υδρογνώμονας — ο 1. ο υδροσκόπος (βλ. λ.). 2. μετρητής για την κατανάλωση του νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδρογνώμονας — ὑδρογνώμων water finder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)