Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑδρογνώμονας

См. также в других словарях:

  • υδρογνώμονας — ο / ὑδρογνώμων, όνος, ΝΜ αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τους τόπους κάτω από τους οποίους υπάρχει νερό, με σκοπό τη διάνοιξη φρέατος, υδροσκόπος νεοελλ. μετρητής κατανάλωσης νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γνώμων (< γνώμων <… …   Dictionary of Greek

  • υδρογνώμονας — ο 1. ο υδροσκόπος (βλ. λ.). 2. μετρητής για την κατανάλωση του νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδρογνώμονας — ὑδρογνώμων water finder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»