-
1 υδατοτρεφής
-
2 ὑδατοτρεφής
-
3 υδατοτρεφης
-
4 ὑδατοτρεφής
ὑδᾰτο-τρεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδατοτρεφής
-
5 ὑδατοτρεφής
ὑδατο - τρεφής, ές: water-fed, growing by the water, Od. 17.208†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑδατοτρεφής
-
6 ὑδατοτρεφής
ὑδατο-τρεφής, ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend -
7 υδατοτρεφεί
ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem /neut dat sg -
8 ὑδατοτρεφεῖ
ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem /neut dat sg -
9 υδατοτρεφείς
ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem acc plὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
10 ὑδατοτρεφεῖς
ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem acc plὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
11 υδατοτρεφές
ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem voc sgὑδατοτρεφήςbred in water: neut nom /voc /acc sg -
12 ὑδατοτρεφές
ὑδατοτρεφήςbred in water: masc /fem voc sgὑδατοτρεφήςbred in water: neut nom /voc /acc sg -
13 αἴγειρος
-
14 υδατοτρεφέας
-
15 ὑδατοτρεφέας
-
16 υδατοτρεφέων
-
17 ὑδατοτρεφέων
См. также в других словарях:
ὑδατοτρεφής — bred in water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδατοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής] … Dictionary of Greek
ὑδατοτρεφεῖ — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοτρεφεῖς — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem acc pl ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοτρεφές — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem voc sg ὑδατοτρεφής bred in water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοτρεφέας — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοτρεφέων — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδατοτροφής — ές, Α ὑδατοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ὑδατοτρεφής, σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού τρέφω (πρβλ. ευ τροφής)] … Dictionary of Greek
υδατότροφος — ον, Μ ὑδατοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ορεί τροφος] … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek