-
1 Υδατοσύδνη
-
2 Ὑδατοσύδνη
-
3 Ὑδατοσύδνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὑδατοσύδνη
-
4 ἁλοσ-ύδνη
ἁλοσ-ύδνη, ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. ὕδνης, vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden ϑύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. ϑαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.
-
5 Υδατοσύδνην
-
6 Ὑδατοσύδνην
-
7 Ἁλοσύδνη
Ἁλοσύδνη, ἡ, epith. of Thetis, Il.20.207; νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, of seals, Od.4.404 (expl. by Gramm. as 'child of the sea'); of Nereids, A.R.4.1599; cf. ὑδατοσύδνη. (Perh. containing the root of ὕδωρ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἁλοσύδνη
См. также в других словарях:
Ὑδατοσύδνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υδατοσύδνη — ἡ, Α όνομα μιας από τις Νηρηίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη* και συνδέεται, κατά μία… … Dictionary of Greek
Ὑδατοσύδνην — Ὑδατοσύδνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδνης — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἰδώς, ἔμπειρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ὕδης]. (II) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ ὕδναι «ἔγγονοι, σύντροφοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά, κατά μία άποψη, ως β συνθετικό στους τ.… … Dictionary of Greek