-
1 υδασιστεγης
-
2 ὑδασιστεγής
ὑδᾰσιστεγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδασιστεγής
-
3 ὑδασιστεγής
ὑδασι-στεγής, ές, das Wasser abhaltend, wasserdicht -
4 ὑδατο-στεγής
ὑδατο-στεγής, ές, = ὑδασιστεγής (?).
См. также в других словарях:
υδασιστεγής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που εμποδίζει την εισροή νερού, υδατοστεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδασι, δοτ. πληθ. τής λ. ὕδωρ, ὕδατος + στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek