-
1 ὑγρό-σαρκος
ὑγρό-σαρκος, von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.
-
2 ὑγρόσαρκος
ὑγρό-σαρκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγρόσαρκος
-
3 ὑγρόσαρκος
ὑγρό-σαρκος, von weichem, zartem, schwammigem Fleische -
4 υγροσαρκος
См. также в других словарях:
ξηρόσαρκος — ξηρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρή σάρκα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. υγρό σαρκος] … Dictionary of Greek