-
1 ὑγρό-μυρον
ὑγρό-μυρον, τό, statt ὑγρὸν μύρον, flüssige Salbe, Medic.
-
2 ὑγρόμυρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγρόμυρον
-
3 ὑγρόμυρον
ὑγρό-μυρον, τό, flüssige Salbe
См. также в других словарях:
παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
υγρόμυρον — τὸ, Α υγρό μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μύρον] … Dictionary of Greek