-
21 χολωδης
21) похожий на желчь, желчеобразный(χυμοί Plat.; ὑγρότης Arst.)
χολώδη χρώματα Plat. — цвета, напоминающие цвет желчи2) страдающий болезнью желчного пузыря Arst.3) желчный, раздражительный -
22 ωωδης
-
23 υγροτάτων
ὑγρόςwet: fem gen superl plὑγρόςwet: masc /neut gen superl plὑγροτά̱των, ὑγρότηςwetness: fem gen pl (doric) -
24 ὑγροτάτων
ὑγρόςwet: fem gen superl plὑγρόςwet: masc /neut gen superl plὑγροτά̱των, ὑγρότηςwetness: fem gen pl (doric) -
25 υγροτήτοιν
-
26 ὑγροτήτοιν
-
27 υγροτήτων
-
28 ὑγροτήτων
-
29 υγρότας
-
30 ὑγρότας
-
31 υγρότατα
ὑγρόςwet: adverbial superlὑγρόςwet: neut nom /voc /acc superl plὑγρότᾱτα, ὑγρότηςwetness: fem acc sg (doric) -
32 ὑγρότατα
ὑγρόςwet: adverbial superlὑγρόςwet: neut nom /voc /acc superl plὑγρότᾱτα, ὑγρότηςwetness: fem acc sg (doric) -
33 υγρότατος
-
34 ὑγρότατος
-
35 υγρότησι
-
36 ὑγρότησι
-
37 υγρότησιν
-
38 ὑγρότησιν
-
39 υγρότητα
-
40 ὑγρότητα
См. также в других словарях:
ὑγρότης — wetness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. υγρότητα … Dictionary of Greek
ὑγροτήτοιν — ὑγρότης wetness fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροτήτων — ὑγρότης wetness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότησι — ὑγρότης wetness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότησιν — ὑγρότης wetness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότητα — ὑγρότης wetness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότητας — ὑγρότης wetness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότητες — ὑγρότης wetness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότητι — ὑγρότης wetness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρότητος — ὑγρότης wetness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)