-
1 ὑγρο-χίτων
ὑγρο-χίτων, ωνος, in nassem Kleide, Sp., wie Nonn.
-
2 ὑγροχίτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγροχίτων
-
3 ὑγροχίτων
ὑγρο-χίτων, ωνος, in nassem Kleide
См. также в других словарях:
υγροχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φορεί υγρό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χιτών (πρβλ. ξανθο χίτων, πολυ χίτων)] … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek