-
1 ὑγρο-βατικός
ὑγρο-βατικός, ή, όν, im Nassen, im Wasser gehend, lebend, ζῶα, Plat. bei Ath. III, 99 b, s. ὑδροτροφικός.
-
2 ὑγροβατικός
A going in the wet, prob. to be supplied in Ath.3.99b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγροβατικός
-
3 ὑγροβατικός
ὑγρο-βατικός, ή, όν, im Nassen, im Wasser gehend, lebend
См. также в других словарях:
ξηροβατικός — ή, ό (Α ξηροβατικός, ή, όν) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών αρχ. (για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βατικός (< βάτης < βαίνω),… … Dictionary of Greek