-
1 ὑγρο-βόλος
ὑγρο-βόλος, naßwerfend, -treffend, dah. nässend, σταγόνες, Eur. frg. Chrys. 6.
-
2 ὑγροβόλος
ὑγρο-βόλος, naßwerfend, -treffend, dah. nässend
См. также в других словарях:
φλογοβόλος — ο, Ν 1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης») 2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek