-
1 υγιηρότατοι
-
2 ὑγιηρότατοι
-
3 ὑγιηρός
II of persons, healthy, hearty, sound (opp. νοσερός) , κεφαλαί ib.4;ὑγιηρότατοι Hdt.4.187
: [comp] Sup. ὑγιηρέστατος (which may be from ὑγιηρός, cf. σπουδαιέστατος, etc.) Id.2.77 codd., but in AB115.7 ὑγιηρότατος is cited from Hdt. Bk.2. Adv.-ρῶς, εἶχον Hp.Epid.1.5
, cf. Art.41 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγιηρός
См. также в других словарях:
ὑγιηρότατοι — ὑγιηρός Aër. masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)