-
1 υγιεινοτέρα
ὑγιεινοτέρᾱ, ὑγιεινόςgood for the health: fem nom /voc /acc comp dualὑγιεινοτέρᾱ, ὑγιεινόςgood for the health: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ὑγιεινοτέρᾱͅ, ὑγιεινόςgood for the health: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 υγιεινότερα
-
3 ὑγιεινότερα
-
4 ὑγιεινοτέρα
Βλ. λ. υγιεινοτέρα -
5 ὑγιεινοτέρᾳ
Βλ. λ. υγιεινοτέρα -
6 υγιεινοτέρας
ὑγιεινοτέρᾱς, ὑγιεινόςgood for the health: fem acc comp plὑγιεινοτέρᾱς, ὑγιεινόςgood for the health: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
7 ὑγιεινοτέρας
ὑγιεινοτέρᾱς, ὑγιεινόςgood for the health: fem acc comp plὑγιεινοτέρᾱς, ὑγιεινόςgood for the health: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
8 υγιεινοτέραν
-
9 ὑγιεινοτέραν
См. также в других словарях:
ὑγιεινοτέρα — ὑγιεινοτέρᾱ , ὑγιεινός good for the health fem nom/voc/acc comp dual ὑγιεινοτέρᾱ , ὑγιεινός good for the health fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιεινοτέρᾳ — ὑγιεινοτέρᾱͅ , ὑγιεινός good for the health fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιεινότερα — ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιεινοτέρας — ὑγιεινοτέρᾱς , ὑγιεινός good for the health fem acc comp pl ὑγιεινοτέρᾱς , ὑγιεινός good for the health fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιεινοτέραν — ὑγιεινοτέρᾱν , ὑγιεινός good for the health fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek