Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑγιής

  • 1 healthy

    υγιής

    English-Greek new dictionary > healthy

  • 2 sağlam

    υγιής, καλοστεκούμένος στέρεος, αρραγής

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sağlam

  • 3 sağlıklı

    υγιής, υγιεινός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sağlıklı

  • 4 Sound

    subs.
    Made by any animal: P. and V. φωνή, ἡ, φθόγγος, ὁ (Plat.), φθέγμα, τό (Plat.), V. φθογγή, ἡ, ἠχώ, ἡ; see Voice.
    Inarticulate P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), Ar. and V. ἠχώ, ἡ.
    Sound of trumpet: see Blare.
    Loud sound: P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), κτπος, ὁ (Plat. and Thuc. but rare P. also Ar.), V. βρόμος, ὁ, δοῦπος, ὁ (also Xen. but rare P.), ραγμός, ὁ, ράγματα, τά, Ar. also V. πταγος, ὁ.
    Of a musical instrument: P. and V. φωνή, ἡ, Ar. and P. κροῦμα, τό.
    Make a sound, v.: P. and V. ψοφεῖν.
    To the sound of: P. and V. πό (gen.) (Thuc. 5, 70).
    ——————
    v. trans.
    A musical instrument: Ar. and P. ψάλλειν; see Play.
    Make to clash: P. and V. συμβάλλειν.
    Make to sound: V. ἠχεῖν.
    Sound a person's praises: use praise.
    Sound ( retreat): P. σημαίνειν (acc.); see Signal.
    The trumpet sounded: P. ἐσάλπιγξε (Xen.), ἐσήμηνε (cf. Eur., Heracl. 830).
    Make trial of: P. and V. πειρᾶσθαι (gen.). P. διακωδωνίζειν; see Trial.
    Ring ( money): Ar. κῳδωνίζειν.
    Take a sounding: P. καθιέναι (Plat., Phaedo. 112E).
    All had been sounded as to their views: P. πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι. (Dem. 233).
    V. intrans. P. and V. φθέγγεσθαι, V. φωνεῖν, Ar. and V. ἠχεῖν (Plat. but rare P.).
    Make a noise: P. and V. ψοφεῖν, κτυπεῖν (Plat. but rare P.), ἠχεῖν (Plat. but rare P.), ἐπηχεῖν (Plat. but rare P.), Ar. and V. βρέμειν (Ar. in mid.).
    Sound ( of a trumpet): P. and V. φθέγγεσθαι, P. ἐπιφθέγγεσθαι (Xen.), V. κελαδεῖν (Eur., Phoen. 1102).
    Seem: P. and V. δοκεῖν; see Seem.
    This sounds like an adsurdity: P. ἔοικε τοῦτο... ἀτόπῳ (Plat., Phaedo, 62C).
    ——————
    subs.
    Narrow passage of sea: P. and V. πορθμός) ὁ; strait.
    ——————
    adj.
    Healthy: P. and V. γιής.
    Safe and sound: P. σῶς καὶ ὑγιής (Thuc.).
    Of a ship uninjured: P. ὑγιής (Thuc. 8, 107); see Uninjured.
    Vigorous: P. ἰσχυρός.
    Be sound, v.: Ar. and P. γιαίνειν.
    Sound in limb and mind: P. ἀρτιμελής τε καὶ ἀρτίφρων (Plat., Rep. 536B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sound

  • 5 здоровый

    здоровый υγιής δυνατός, γερός (крепкий) я здоров είμαι καλά ◇ будьте \здоровыйы! χαίρετε!, γεια χαρά! (при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)
    * * *
    υγιής; δυνατός, γερός ( крепкий)

    я здоро́в — είμαι καλά

    ••

    бу́дьте здоро́вы! — χαίρετε!, γεια χαρά! ( при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)

    Русско-греческий словарь > здоровый

  • 6 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 7 healthy

    1) ((generally) having good health: I'm rarely ill - I'm really a very healthy person; My bank balance is healthier now than it used to be.) υγιής
    2) (causing or helping to produce good health: a healthy climate.) υγιεινός
    3) (resulting from good health: a healthy appetite.) γερός
    4) (showing a sensible concern for one's own well-being etc: He shows a healthy respect for the law.) υγιής,σωστός

    English-Greek dictionary > healthy

  • 8 здоровый

    επ., βρ: -ров, -а, -о
    1. υγιής, γερός• ζωηρός•

    здоровый организм γερός οργανισμός•

    -вид ζωηρή όψη•

    в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).

    || μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•

    -ая политика σωστή πολιτική•

    -ая критика σωστή κριτική•

    -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).

    2. υγιεινός•

    здоровый ая пища υγιεινή τροφή•

    здоровый воздух καθαρός αέρας.

    3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.
    4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.
    5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.
    εκφρ.
    будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•
    по добру по –ву – ε το καλό•
    убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > здоровый

  • 9 здравый

    επ., βρ: здрав, -а, -о.
    1. λογικός, σωστός, σώφρονας, ορθόφρονας•

    здравый ум ή мысль κοινός νους, συνήθης αλλά υγιής σκέψη. -Οβ•

    суждение η κοινή αλλά σωστή κρίση.

    2. παλ. υγιής, γερός.
    εκφρ.
    здрав и невредим – σώος και αβλαβής•
    в -ом уме и тврдой памяти – με εχεφροσύνη (ορθοφροσύνη) και σταθερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > здравый

  • 10 Healthy

    adj.
    Producing good health: P. ὑγιεινός.
    Sound, in good health: P. and V. γιής, νοσος (Plat.), P. ὑγιεινός; met., P. and V. γιής.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Healthy

  • 11 древесина

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина

  • 12 живой

    жив||ой
    прил
    1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·
    2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:
    \живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή.

    Русско-новогреческий словарь > живой

  • 13 психика

    пси́х||ика
    ж ὁ ψυχισμός:
    здоровая \психика ὁ ὑγιής ψυχισμός.

    Русско-новогреческий словарь > психика

  • 14 sane

    [sein]
    1) (not mad: in a perfectly sane state of mind.) διανοητικά υγιής
    2) (sensible: a very sane person.) λογικός
    - sanity

    English-Greek dictionary > sane

  • 15 sound

    I adjective
    1) (strong or in good condition: The foundations of the house are not very sound; He's 87, but he's still sound in mind and body.) γερός,υγιής
    2) ((of sleep) deep: She's a very sound sleeper.) βαθύς
    3) (full; thorough: a sound basic training.) πλήρης
    4) (accurate; free from mistakes: a sound piece of work.) σωστός
    5) (having or showing good judgement or good sense: His advice is always very sound.) φρόνιμος
    - soundness
    - sound asleep
    II 1. noun
    1) (the impressions transmitted to the brain by the sense of hearing: a barrage of sound; ( also adjective) sound waves.) ήχος
    2) (something that is, or can be, heard: The sounds were coming from the garage.) ήχος
    3) (the impression created in the mind by a piece of news, a description etc: I didn't like the sound of her hairstyle at all!) αυτό που ακούω,η εντύπωση που παίρνω
    2. verb
    1) (to (cause something to) make a sound: Sound the bell!; The bell sounded.) ηχώ,χτυπώ,σημαίνω
    2) (to signal (something) by making a sound: Sound the alarm!) χτυπώ,σημαίνω
    3) ((of something heard or read) to make a particular impression; to seem; to appear: Your singing sounded very good; That sounds like a train.) δίνω την εντύπωση,μοιάζω
    4) (to pronounce: In the word `pneumonia', the letter p is not sounded.) προφέρω
    5) (to examine by tapping and listening carefully: She sounded the patient's chest.) ακροάζομαι
    - soundlessly
    - sound effects
    - soundproof
    3. verb
    (to make (walls, a room etc) soundproof.) ηχομονώνω
    III verb
    (to measure the depth of (water etc).) βυθομετρώ
    - sound out

    English-Greek dictionary > sound

  • 16 бы

    κ. б.
    1. βλ. б στην αρχή του γράμματος.
    2. (μόριο δυνητικό) θα•

    он бы пришел ή пришел, если бы был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής).

    (σημαίνει επιθυμία)• θα•

    я бы погулял еще немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο.

    (μόριο υποθετικό) θα•

    ты бы соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο.

    3. (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να•

    спеть бы θέλω να τραγουδίσω•

    не вам бы говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε.

    || (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)• δεν θα•

    мне бы не справиться, если бы ты не помог δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες.

    Большой русско-греческий словарь > бы

  • 17 оздоровить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. оздоровлённый, βρ: -лен, -лени, -лено
    ρ.σ.μ.
    γερεύω, κάνω κάποιον να γίνει υγιής. || εξυγιαίνω•

    оздоровить местность εξυγιαίνω τον τόπο.

    Большой русско-греческий словарь > оздоровить

  • 18 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 19 сильный

    επ., βρ: силен
    κ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,
    1. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    сильный человек δυνατός άνθρωπος•

    -ая лошадь γερό άλογο•

    -ая рука δυνατό χέρι•

    -ая крепость ισχυρό φρούριο•

    -ое государство ισχυρό κράτος•

    сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.

    2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•

    сильный ветер σφοδρός άνεμος•

    -ое желание μεγάλη επιθυμία•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο•

    сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.

    || υγιής, γερός•

    -ые лгкие γερά πνευμόνια.

    3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•

    сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•

    у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.

    4. καλός•

    сильный ученик δυνατός μαθητής•

    -пловец καλός κολυμβητής.

    εκφρ.
    -ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•
    сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•
    иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.

    Большой русско-греческий словарь > сильный

  • 20 совсем

    επιρ.
    εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•

    темно εντελώς σκοτάδι•

    совсем забыл ξέχασα τελείως•

    совсем новый κατακαίνουργος•

    не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•

    совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•

    я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•

    я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•

    он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > совсем

См. также в других словарях:

  • ὑγιής — healthy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

  • ὑγιῆς — ὑγιάζω make sound fut ind act 2nd sg (doric) ὑγιής healthy masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει υγεία (βλ. λ.), που έχει άρτια και φυσιολογική σωματική κατάσταση, ο γερός. 2. μτφ., ο ψυχικά και πνευματικά εντάξει, ο λογικός, ο συνετός: Υγιείς αρχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγιέστερον — ὑγιής healthy neut acc comp sg ὑγιής healthy masc acc comp sg ὑγιής healthy adverbial comp ὑγιής healthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιῆ — ὑγιής healthy masc/fem acc sg (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑγιής healthy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιές — ὑγιής healthy neut acc sg ὑγιής healthy masc/fem voc sg ὑγιής healthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιέστατον — ὑγιής healthy neut acc superl sg ὑγιής healthy masc acc superl sg ὑγιής healthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεστάτοις — ὑγιής healthy neut dat superl pl ὑγιής healthy masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεῖ — ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑγιής healthy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεῖς — ὑγιής healthy masc/fem acc pl ὑγιής healthy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»