-
1 υγεία
ὑγείᾱ, ὕγειοςsound: fem nom /voc /acc dualὑγείᾱ, ὕγειοςsound: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὑγείᾱ, ὑγείαfem nom /voc /acc dual (ionic)ὑγείᾱ, ὑγείαfem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ὑγείᾱͅ, ὕγειοςsound: fem dat sg (attic doric aeolic)ὑγείᾱͅ, ὑγείαfem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 υγεία
υγείά η здоровье;η διαφύλαξη της υγείας — сохранение здоровья;
η προστασία της υγείας — охрана здоровья;
χαίρω άκρας υγείας — здравствовать, иметь отличное здоровье;
πώς είναι η υγεία σας; — или πώς είστε στην υγεία σας; — как ваше здоровье?;
με την υγεία μου δεν πάω καλά — здоровье у меня плохое;
εις υγείαν σας — или στην υγείά σας — за ваше здоровье (тост);
με τίς υγείες σας а) на здоровье; б) ирон. с чем вас и поздравляю;υγεία να έχεις! — будь здоров!;
μ' αυτό το φάρμακο βρήκα την υγεία μου — это лекарство мне помогло
-
3 υγεια...
ὑγεία...ὑγίεια, ὑγεία1) здоровье(Her., Pind.; ἥ περὴ τὸ σῶμα ὑ. Isocr.)
ὑ. φρενῶν Aesch. — здравый смысл;ὑγίεαι καὴ εὐεξίαι Plat. — здоровье и благосостояние2) исцеление, выздоровление(πάσης νόσου Men.)
-
4 ὑγεία
ὑγεία (this spelling for the older ὑγίεια appears in pap fr. II A.D.: POxy 496, 10 [127 A.D.]; 497, 11; 715, 29; PTebt 298, 77; PAmh 132, 3; 18 [all II A.D.] and also in SIG 810, 15 [55 A.D.]; in favor of ὑγεῖα, Schwyzer I 194; PKatz TLZ 83, ’58, 315.—EpArist 190; 237; 259; Test Napht 2:8; ParJer 7:7. Predom. in Philo; and s. Jos., Bell. 1, 647 codd. For the LXX s. Thackeray p. 63f.) 1 Cl 20:10.—Schweizer 101; Nachmanson 71; Crönert 34; Mayser I 92, 5; s. ὑγίεια.—DELG s.v. ὑγιής. -
5 ὑγεία
-
6 υγεια
-
7 Υγεια
-
8 ὑγεῖα
-
9 ὑγεία
Βλ. λ. υγεία -
10 ὑγείᾳ
Βλ. λ. υγεία -
11 υγεία
[игиа] ουσ. Θ. здоровье,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υγεία
-
12 υγεία
[игиа] ουσ θ здоровье. -
13 υγεία
здравjездравcтвоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > υγεία
-
14 υγεία
santé -
15 υγεία
zdrowie (n) rzecz. -
16 υγεία
zdraví -
17 υγεία
healthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υγεία
-
18 Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία
Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος– Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία• Здоровье дороже денег• Деньги потерял – ничего не потерял, время потерял – много потерял, здоровье потерял – все потерял• Здоров будешь – все добудешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία
-
19 Όποιος πολύ θυμώνει, την υγεία του χαντακώνει
• Кто гнев свой одолеет, крепок бывает• Гнев плохой советчик• Не горячись: на черепе трещина будет• Не серчай: печенка лопнетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος πολύ θυμώνει, την υγεία του χαντακώνει
-
20 sağlık
υγεία
См. также в других словарях:
ὑγεία — ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc/acc dual ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc/acc dual (ionic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγείᾳ — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγεία — υγεία, η και υγειά, η και γεια, η η φυσική (φυσιολογική) κατάσταση του οργανισμού, η αρτιότητα των σωματικών λειτουργιών, η αρτιμέλεια, η σωματική ευεξία: Γεια σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek
υγειά — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek
ὑγείας — ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem acc pl ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem gen sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem acc pl (ionic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγείαι — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγείαν — ὑγείᾱν , ὕγειος sound fem acc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱν , ὑγεία fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγειῶν — ὑγεία fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγεῖαι — ὑγεία fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia