-
1 υγειη
-
2 υγεια
-
3 υγεια...
ὑγεία...ὑγίεια, ὑγεία1) здоровье(Her., Pind.; ἥ περὴ τὸ σῶμα ὑ. Isocr.)
ὑ. φρενῶν Aesch. — здравый смысл;ὑγίεαι καὴ εὐεξίαι Plat. — здоровье и благосостояние2) исцеление, выздоровление(πάσης νόσου Men.)
-
4 υγιεια
ὑγίεια, ὑγεία1) здоровье(Her., Pind.; ἥ περὴ τὸ σῶμα ὑ. Isocr.)
ὑ. φρενῶν Aesch. — здравый смысл;ὑγίεαι καὴ εὐεξίαι Plat. — здоровье и благосостояние2) исцеление, выздоровление(πάσης νόσου Men.)
См. также в других словарях:
υγείη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. υγεία … Dictionary of Greek
ὑγείη — ὕγειος sound fem nom/voc sg (epic ionic) ὑγεία fem nom/voc sg (epic ionic) ὑσσω hyssop aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγείῃ — ὕγειος sound fem dat sg (epic ionic) ὑγεία fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek