Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑβριστός

См. также в других словарях:

  • ὕβριστος — wanton masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβριστος — ίστη, ον και, στο Μέγα Ετυμολογικόν, τ. αρσ. ὑβριστός, Α 1. θρασύς, αυθάδης 2. ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τος* τών ρηματ. επιθ. Η λ. εμφανίζει τόνο στην προπαραλήγουσα και ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ὑβριστότερον — ὕβριστος wanton adverbial comp ὕβριστος wanton masc acc comp sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστότατον — ὕβριστος wanton masc acc superl sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβριστον — ὕβριστος wanton masc acc sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστοτάτους — ὕβριστος wanton masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστοτέροις — ὕβριστος wanton masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστότατος — ὕβριστος wanton masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστότεροι — ὕβριστος wanton masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστότερος — ὕβριστος wanton masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρίστης — ὕβριστος wanton fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»