Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑαίνας

См. также в других словарях:

  • ὑαίνας — ὑαίνᾱς , ὕαινα hyena fem acc pl ὑαίνᾱς , ὕαινα hyena fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LEONES — I. LEONES mystae dicti Mithriacorum sacrorum. Tertullian. Sicut aridae et ardentis naturae sacramenta Leones Mithra philosophantur. Porphyr. Ω῾ςτ τοὺς μετέχοντας τῶ ἀυτῶ ὀργίων μύςτας λέοντας καλεῖν τὰς δὲ γυναῖκας ὑαίνας, Sic ut participes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRAGELAPHUS — in rerum Natura nuspiam repertri plurimis creditur, unde vulgari proverbiô hoc animal dixêre Graeci κατ᾿ οὐοενὸς, pro re, quae plane nulla est, teste Stephanô et Etymologô in γαληψὸς. Aristophanes quoque, inter figmenta Medicis aulaeis appingi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λα Σαπέλ-ο-Σεν, άνθρωπος της- — (γαλλ. L’ homme de La Chapelle aux Saints). Συμβατική ονομασία που δόθηκε σε ανθρώπινο σκελετό της παλαιολιθικής εποχής, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1908 σε μια μικρή σπηλιά, κοντά στο γαλλικό χωριό Λα Σαπέλ του νομού Κορέζ. Το συγκεκριμένο εύρημα,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου — Το μουσείο λειτουργεί από το 1994 σε ένα νεόδμητο κτίριο που χτίστηκε με τη δωρεά του ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη για να στεγάσει κυρίως τη μεγάλη συλλογή των παλαιοντολογικών ευρημάτων της Σάμου. Η απολιθωμένη πανίδα του νησιού, η… …   Dictionary of Greek

  • υαινικτίδα — (hyaenictis). Γένος δακτυλοβάμονων σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των Υαινιδών. Έζησαν κατά την κάτω διάπλαση της πλειόκαινης περιόδου στο Πικέρμι της Αττικής, στη Βεσσαραβία και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Τα ζώα του γένους αυτού είχαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»