-
1 ὑέτιος
-
2 υέτιος
-
3 ὑέτιος
-
4 ὑέτιος
ὑέτιος, regnig, Regen bringend; bes. Ζεὺς ὑέτιος, Zeus, der regnen läßt -
5 υετιος
-
6 υέτιος
-
7 ὑέτιος
A rainy, bringing rain, ;Ζεὺς ὑ. Id.Mu. 401a18
, SIG1107.4 (Cos. iii/ii B.C.), Corn. ND9 (so ὁ Ὑ. alone, Annuario 8/9.321 ([place name] Rhodes));ὑετιώτερος νότος Thphr.Vent.7
; cf.ὑετός 11
.2 of or belonging to rain, ὕδωρ ὑ. a fall of rain, Id.Sign.28; ὑ. ὕδατα rain-water, Plu.2.911ftit.; ὑέτια ἦν it was rainy weather, Hp.Epid.4.18; ὐετίων δὲ μὴ ἐχφέρειν wool shall not be brought out (for sale) in rainy weather, GDIiv p.876 (Ionia, iv B. C.).II Subst. ὑέτιος, ὁ, name of a stone. Cyran. 39. -
8 υετοεις
-
9 υετία
ὑετίᾱ, ὑέτιοςrainy: fem nom /voc /acc dualὑετίᾱ, ὑέτιοςrainy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὑ̱ετίᾱ, ὑετίαrainy weather: fem nom /voc /acc dualὑ̱ετίᾱ, ὑετίαrainy weather: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 ὑετία
ὑετίᾱ, ὑέτιοςrainy: fem nom /voc /acc dualὑετίᾱ, ὑέτιοςrainy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὑ̱ετίᾱ, ὑετίαrainy weather: fem nom /voc /acc dualὑ̱ετίᾱ, ὑετίαrainy weather: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 υετίων
-
12 ὑετίων
-
13 υέτιον
-
14 ὑέτιον
-
15 Υης
-
16 επιρρυτος
21) текущий внутрь, втекающий, притекающийκαθ΄ ὅλον τὸ σῶμα τὰ τῆς τροφῆς νάματα ἐπύρρυτα γεγονέναι Plat. — питательные соки разливаются по всему телу;
ἀπὸ ἡλίου ἐ. δύναμις Plat. — излучаемая солнцем сила2) ( в отличие от ὑέτιος) почвенный(ὕδατα Plut.)
3) обильно орошаемый(πεδίον Xen.)
4) впитывающий, вбирающий в себя5) прибывающий во множестве, изобильный(καρπός Aesch.)
-
17 υετιώτατοι
-
18 ὑετιώτατοι
-
19 υετιώτερος
-
20 ὑετιώτερος
См. также в других словарях:
ὑέτιος — rainy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υέτιος — α, ο / ὑέτιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [ὑετός] αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός αρχ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος ονομασία λίθου 3. φρ. «Ζεὺς… … Dictionary of Greek
ὑετίων — ὑέτιος rainy fem gen pl ὑέτιος rainy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑέτιον — ὑέτιος rainy masc acc sg ὑέτιος rainy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετιώτατοι — ὑέτιος rainy masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετιώτερος — ὑέτιος rainy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίαις — ὑέτιος rainy fem dat pl ὑ̱ετίαις , ὑετία rainy weather fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίην — ὑέτιος rainy fem acc sg (epic ionic) ὑ̱ετίην , ὑετία rainy weather fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίοιο — ὑέτιος rainy masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίοις — ὑέτιος rainy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίου — ὑέτιος rainy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)